Ταξίδι στα Κύθηρα

σονέττο του Κώστα Ουράνη

Τ' ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,

μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και σε λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης-του έρωτα τη θριαμβική θεά.

Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!
Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν

και, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο


ΑΝΤΟΥΑΝ ΒΑΤΤΩ (1684-1721 ) Επιβίβαση για τα Κύθηρα Ωραία τα νειάτα που ποθούν μέσα στον έρωτα να βρουν τον προορισμό τους.Στο πλοίο των ονείρων για τα Κύθηρα ας επιβιβαστούν. Έρωτες γύρω τους θα φτερουγούν και θα οδηγούν προς τη χαρά που ευδοκιμεί μονάχα εκεί μπροστά-μπροστά, στο πρώιμο της λαχτάρας πέλαγος,στo αρχικό κι αναρχικό κομμάτι της ζωής, στης νιότης το μικρό ταξίδι. Είθε όλοι οι νέοι, υγιείς, να επιβιβαστούν στου έρωτα το πλοίο, το ηδονικό, στον πλου κατά τα Κύθηρα να μπουν, στο όνειρο να αρμενίσουν και να το χαρούνε, στα Κύθηρα, στου έρωτα τα Κύθηρα ν' αξιωθούν να ρθούνε.

ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΡΑΪΝΔΡΟΥ ΝΤΑΛΑΡΑΣ

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ
(στην τριβολοπαρέα με αγάπη)
Εμένα οι φίλοι μ' είν' αγέρας,
κάτι σαν μέρας ξωτικά,
είναι σταγονες τση προβέντζας
και της ψυχής μου γιατρικά.

Είναι κομμάτια του εγώ μου,
της νοσταλγίας σύντροφοι,
βηματοδότες της καρδιάς μου
και του μυαλού μου είναι τροφή.

Εγώ, σαν έχω αυτούς τους φίλους,
καμπόση φάβα, τρεις ελιές,
σε ευτυχία παραβγαίνω
του Δία (και σε ζαβολιές).

ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ ΕΙΠΕ


Κυριακή 16 Μαΐου 2010

ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΑΙΜΑΤΑ ΚΙ ΕΡΩΤΑΣ (ΕΠΙΛΟΓΗ)

Επιστρέφοντας




Κάθε φορά που επιστρέφω στην πατρίδα,
πρωτοπερνώ από τον τάφο εκείνο
που έκρυψε ‘δω και καιρό βαθιά του
των πρώτων ημερών μου όλο το κάλλος.

«Μάνα,…πατέρα,…. είσαστε καλά;», ερωτώ.
(Καλά φαίνεται να ‘ναι).



Κάθε φορά σταλάζει ένα δάκρυ μου στο μάρμαρο,
λαδώνονται τα χέρια απ’ το καντήλι,
μοσχοβολά λιβάνι ο γύρω ουρανός.
Τους αγαπώ διαρκώς. Χαμογελά ο τάφος.

«Μάνα,…πατέρα,…. είσαστε καλά;», ερωτώ.
(Καλά φαίνεται να ‘ναι).

Κάθε φορά απ’ τις πατούσες μου πετιούνται
ρίζες σκληρές, που εισχωρούν βαθύτερα
απ’ τα θεμέλια αυτού του άσπρου τάφου.
Ριζοβολώ. Ριγώ. Εδώ πατρίδα ελπίδα!

«Μάνα,…πατέρα,…. είσαστε καλά;», ερωτώ.
(Καλά φαίνεται να ‘ναι).


Χέρια κλαδιά. Κορμί κορμός. Αειθαλής η φυλλωσιά,
η ψυχή μου. Όλη μου η γη μια σπιθαμή.
Όλη η ζωή δυο δρασκελιές. Έϊ, παιδιά,
όλος ο κόσμος μας εδώ. Γύρω απ’ αυτόν τον τάφο.

«Μάνα,…πατέρα,…. είσαστε καλά;»
ερωτώ ξανά.
(Πολύ καλά φαίνεται να ‘ναι.
Πολύ καλά φαίνεται να ‘ναι.

Πολύ καλά φαίνεται να ‘ναι
στην πατρίδα που κοιμούνται αγκαλιά
κι έρχονται τα παιδιά και γύρω-γύρω,
γύρο τους, …ευτυχισμένα χαχανίζουν).



ΓΙΩΡΓΗ Π. ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Από τη συλλογή: "Της μικρής πατρίδας αίματα κι έρωτας"

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΥΘΗΡΑΪΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Μικρό παραμυθάκι μιας παλιάς Λαμπρής


διήγημα της Κατερίνας Πασπαλά

...κι αν βρέχει έξω μια βροχή μα τόσο δυνατή...
έλα να σου πω ...ένα μικρό παραμυθάκι για τη βροχή...και μετά θα πάω στο καλό μου ...για να έρθει να με πάρει και αυτός ο ύπνος μου.
Να σκουπίσω τα πόδια μου ...απ’ τη βροχή...και να μπω πάλι μέσα μου .

Έναν καιρό και μια φορά...ήτανε αυτή και ο πατέρας της...
Δεν κρατιόντουσαν από το χέρι...Είχε αυτός στη τσέπη του πάντα ...ένα άσπρο μαντήλι ...Μα πως κατόρθωνε και το κράταγε τόσο άσπρο ...δάκρυ στα μάτια της....που δε τόμαθε ποτέ..
Στην ακρούλα τη μια το χεράκι της έσφιγγε ...και αυτός...την έδενε στις άκρες των δαχτύλων του ...Το δικό τους παιχνίδι ...κάπως έτσι ξεκίναγε...Να την τρέχει μαζί του ..στην άκρη στο μαντήλι του ....
Δε τον έλεγε μπαμπά ...γιατί του Θεού η μορφή στη μορφή του ...κι αυτή τόσο αθώα που νόμιζε...πως όλης της γης τα παιδιά ήταν δικά του ...κι ήταν τώρα δικός της ..το ένοιωθε...τη στιγμή που γλιστρούσε να φύγει ...το χεράκι της άγγιζε ...και ξανάπιανε πιο σφικτά την ακρούλα απ’ το μαντήλι του .....
-Θα σε πάω στην ακρούλα στο λόφο…της ψιθύρισε…
Πόσες φορές τόχαν κάνει αυτό οι δυο τους ,ποιος μέτρησε…Στις αρχές την κουβάλαγε στον ώμο του …κι η μικρούλα στα σύννεφα έχωνε τη μυτούλα της …και τους χάλαγε σχήματα ….ρότα …
Τότε σφίγγαν σφικτά τα χεράκια της τα δικά του τα χέρια….Τότε ήταν γεμάτος ζωή!!
Τα χορτάρια πατημένα στη διάβα τους….τοσοδούλι σοκάκι είχαν ανοίξει …και οι μικρές οι πετρούλες… ψηφιδωτό μες στο τοίχο….όπως κρύφτηκαν κάτω απ’ το χώμα …
Τριγύρω μοσχομύριζε άνοιξη …τριγύριζαν και οι μέρες …που η Πασχαλιά θα ερχότανε πάλι….
Κάθε χρόνο εκείνος …κρεμούσε σε σχοινί μια ρόδα στο πιο χοντρό ..κορμό της ψηλής χαρουπιάς …

Στο λαγκάδι από κάτω ο αντίλαλος….έφτανε….πιο ψηλάαααααααα πιο ψηλάαααα……..
Και μετά τα δικά του τα γέλια …αγκαλιά της μικρούλας τα χάχανα ..το φιλί του στο μέτωπο τάπνιγε!!

Άραγε έχει μια κούνια …σε ψηλή χαρουπιά …στο δικό του Παράδεισο??

-Θα Σε πάω στην ακρούλα στο λόφο ..γλυκά της ξανάπε…κι ως να σώσει η κουβέντα του φτάσανε!!!
Το μαντήλι ξετύλιξε απ’ τις άκρες των δαχτύλων του …κι απαλά το χεράκι της άγγιξε και το άφησε πάνω στο αριστερό του το γόνατο….στο δεξί του ακουμπούσε τον αγκώνα του ..και στήριξε το χλωμό του το πρόσωπο …Το χαμόγελο θεϊκό όπως πάντα. Αχ ! και νάταν ο ήλιος ζωγράφος…στον καμβά …του χρόνου!!!
Αχ! και νάταν οι μυρωδιές …τα χρώματα…στον καμβά. Οι μυρωδιές της Πασχαλιάς…της γλυκιάς κείνης Άνοιξης.,.,.
 Από κάτω απλωνόταν η θάλασσα…Μίλια πέρα το μάτι σου χάνονταν μες στο μπλε …που εκείνος το λάτρευε …Κι η μικρούλα τον έβλεπε άλλοτε …με τα κιάλια του …να κοιτάζει στο πιο πέρα απ’ το πέρα της θάλασσας….και τότε ακόμα σα Θεό της τον έβλεπε…..


-Τη μυτούλα στα σύννεφα που έχωνες τη βροχούλα μας έφερες….είπε.

Και την έκρυψε κάτω απ’ το μπράτσο του …οι πρώτες σταγόνες σαν έπεσαν …..
Στο τοσοδούλι στενάκι δρομάκι …η βροχή είχε ξεθάψει τις πετρούλες του …Τώρα κρατούσαν σφιχτά το λαιμό του τα χεράκια της …τριγύρω του …Η ανάσα του ζέστα στη κρυάδα του νερού που κυλούσε ψηλά απ’ το κεφάλι της στο λαιμό της στο προσωπάκι της …μετά κόλλησαν δυο τσουλούφια μαλάκια στ’ αυτάκια της …μα αυτή εκεί σφιχτά δεμένα τα χεράκια τριγύρω απ’ το λαιμό του …
Ακόμα και η ανάσα του μύριζε άνοιξη …πριν να φύγουν ταξίδι στο λόφο …τον είχε δει να δαγκώνει μια φλούδα λεμόνι …’Άλλοτε έριχνε μ’ ένα μικρό κουταλάκι λίγη ζάχαρη…κι η μικρούλα …γελούσε σαν άκουγε το χρατς χρουτς …της ζάχαρης στα δόντια του …
-Ετσι κάνουν τα ποντικάκια …της έλεγε …

Μα τούτη τη φορά δεν έβαλε ζάχαρη …κι η μικρούλα κουνώντας το κεφάλι της …τα ματάκια της σφιχτά τα έκλεισε…λες κι εκείνη κατάπινε …το ξινό το λεμόνι …μα γι’ αυτό μυρίζει η ανάσα του Άνοιξη!!!!
Μόλις φτάσαν στο σκαλί του σπιτιού τους ….απαλά την γλίστρησε στην αγκάλη του ..τα χεράκια σταυρωμένα στο στήθος του…
-Τι γλυκός ο άγγελός μου.. ψιθύρισε…Κι απαλά την ακούμπησε στη κούνια της….
Πόσες ώρες να στεκόταν εκεί πάνω …ποιος μέτρησε …Τώρα ήταν ο Θεός της ..δικός της …και την κοίταζε. …
Τα ακροδάχτυλα του κατέβασε και απαλά τα δυο βρεγμένα μαλλάκια απ’ τα αυτάκια της ξεκόλλησε…
Και ξανά με μια μικρούλα ..μα τη γνωστή πάντα κίνηση το μαντήλι του απ’ τη τσέπη του έβγαλε…
Κατάλευκο από ποτέ….
Κι έγειρε πάνω από τη κούνια και της σκούπισε τη μυτούλα που στα σύννεφα χώθηκε …τη βροχή στα ματάκια της που έτρεξε….
…το πλευρό της σα γύρισε …το σεντόνι απαλό σαν του μαντηλιού του την άκρη ….της βροχής τα δυο δάκρυα σκούπισε….κι όπως μπήκε σιγανά πάλι …μέσα της …γλυκά έγειρε στην αγκάλη του και αποκοιμήθηκε,,,,,,,,

Η Κατερίνα είναι Κυθήρια την καταγωγή
που ζει και εργάζεται στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

και οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους

Ο Διονύσιος των Συρακουσών και ο Φιλόξενος ο Κυθήριος
Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης*

Ο Διονύσιος ο γιος του Ερμοκράτη, που για να τον ξεχωρίζουμε από τον ομώνυμο γιο και διάδοχό του, η ιστορία τον αναφέρει ως Πρεσβύτερο, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες κατόρθωσε να γίνει τύραννος των Συρακουσών και εν συνεχεία δημιούργησε ένα πολύ μεγάλο κράτος, που περιλάμβανε ολόκληρη σχεδόν τη Σικελία, εκτός από τη δυτικότατη γωνία της, που την κρατούσαν οι Καρχηδόνιοι, την χερσόνησο της Καλαβρίας και πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και της Αδριατικής, ενώ η χερσόνησος της Απουλίας και εκτεταμένες περιοχές της Ιλλυρίας και της Ηπείρου, ήταν τρόπον τινά προτεκτοράτα του.
Μολονότι ξεκίνησε ως εκλεκτός του λαού, όταν πήρε την εξουσία την άσκησε απολυταρχικά και με μεγάλη σκληρότητα. Είχε γεμίσει τις Συρακούσες με χαφιέδες και πληροφοριοδότες, που καθώς του μετέφεραν ό,τι άκουγαν είχαν ονομαστεί «Διονύσου ώτα». Ταυτόχρονα όντας καχύποπτος και νοιώθοντας συνεχώς ανασφάλεια, όποιον υποπτευόταν ως μέλλοντα ή ενδεχόμενο αντίπαλο, είτε τον εξόριζε από την επικράτειά του, είτε τον έστελνε στα διαβόητα λατομεία των Συρακουσών, όπου τρεις δεκαετίες πιο μπροστά είχαν βασανιστεί πολλοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι της άτυχης εκστρατείας του 415.
Από την άλλη πλευρά ο Διονύσιος είχε την πετριά πως ήταν μεγάλος καλλιτέχνης και σπουδαίος δραματικός ποιητής. Έγραψε μάλιστα και τέσσερις τραγωδίες, «λύτρα Έκτορος», «», «» και «», για την ποιότητα των οποίων δεν μπορούμε να σχηματίσουμε γνώμη, καθώς τα κείμενά τους έχουν χαθεί και τα όσα ξέρουμε γι΄ αυτές προέρχονται από έναν ορκισμένο εχθρό του, τον Τίμαιο και από έναν γλοιώδη κόλακά του, τον Φίλιστο. Το γεγονός είναι πως η παρουσίαση μιας τραγωδίας του στην Ολυμπία, στα πλαίσια των Ολυμπιακών αγώνων του 384, γνώρισε παταγώδη αποτυχία, σε σημείο που οι αγανακτισμένοι θεατές έδειραν τους τραγωδούς και έκαψαν τις σκηνές της «θεωρίας» του Διονύσιου.
Καθώς ισχυριζόταν πως ήταν πνευματικός άνθρωπος, άκουσε τον συγγενή του τον Δίωνα και κάλεσε στις Συρακούσες τον Αθηναίο φιλόσοφο Πλάτωνα, αλλά πολύ σύντομα διαφώνησε μαζί του και τον ξαπόστειλε πίσω με σπαρτιατική τριήρη. Συνεννοήθηκε όμως με τον πλοίαρχο του πλοίου, τον Πόλλι και εκείνος αντί να μεταφέρει φιλόσοφο στην Αθήνα, τον παράδωσε σε Αιγινήτες δουλεμπόρους, που τον πούλησαν δούλο στην Αίγινα. Ευτυχώς το μάθανε οι μαθητές του και ο Κυρηναίος Αννίκερις, ήρθε στην Αίγινα και εξαγόρασε την ελευθερία του αγαπημένου του δασκάλου.
Ανεξαρτήτως αυτού ο Διονύσιος συνήθιζε να καλεί στο παλάτι του τους γνωστότερους ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες της Σικελίας και να τους απαγγέλλει ποιήματά του. Φυσικά όλοι χειροκροτούσαν με θαυμασμό τα αριστουργήματα του αφεντικού τους και γι΄ αυτό ονομάστηκαν «διονυσιοκόλακες». Διασημότεροι τέτοιοι κόλακες ήταν ο μιμογράφος Ξέναρχος, ο ηδονιστής φιλόσοφος Αρίστιππος και ο Δαμοκλής, ο οποίος κάποτε είπε στον Διονύσιο πως μόνο κοντά του ένοιωθε ασφαλής και πως θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να χαθεί έστω και μία τρίχα του Διονύσιου. Εκείνος τότε έκοψε από τα μαλλιά του μερικές τρίχες και μ΄αυτές κρέμασε πάνω από το ανάκλιντρο του Δαμοκλή ένα σπαθί. Από το επεισόδιο αυτό βγήκε η έκφραση «Δαμόκλειος σπάθη».
Μια φορά όμως, σε μια τέτοια σύναξη, ο Διονύσιος παρατήρησε πως ένας από τους προσκεκλημένους του ο ποιητής Φιλόξενος ο Κυθήριος, γνωστός «διθυραμβοποιός» δεν χειροκροτούσε. Του ζήτησε να πει τη γνώμη για την ποιότητα των ποιημάτων που άκουσε και εκείνος με παρρησία είπε απερίφραστα πως δεν άξιζαν τίποτα. Ο Διονύσιος έξω φρενών τον έστειλε αμέσως στα λατομεία. Επενέβησαν όμως κάποιοι φίλοι του Φιλόξενου και ο Διονύσιος ανακάλεσε λίγες μέρες μετά την απόφασή του. Και όχι μόνο συγχώρησε τον ποιητή, αλλά τον κάλεσε στην επόμενη φιλολογική συγκέντρωσή, στο παλάτι του.
Όπως ήταν επόμενο άρχισε πάλι να απαγγέλλει στους καλεσμένους του ποιήματά του και τότε είδε πως ο Φιλόξενος σηκώθηκε και τράβηξε προς την έξοδο.
«Πού πας Φιλόξενε» τον ρώτησε
«Στα λατομεία» απάντησε αυτός και βγήκε από το παλάτι.
__________________________________
* Ο Δημήτρης Γερμιώτης είναι λόγιος